- περιαιρετος
- περιαιρετόςπερι-αιρετός3[adj. verb. к περιαιρέω См. περιαιρεω] могущий сниматься, съемный (sc. τὸ τοῦ ἀγάλματος χρυσίον Thuc.; προσωπεῖον Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιαιρετός — ή, ό / περιαιρετός, ή, όν, ΝΑ [περιαιρώ] αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» η ανεμόσκαλα β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.) … Dictionary of Greek
περιαιρετόν — περιαιρετός that may be taken off masc acc sg περιαιρετός that may be taken off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαιρετούς — περιαιρετός that may be taken off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαιρετῆς — περιαιρετός that may be taken off fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαιρετῷ — περιαιρετός that may be taken off masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)